Ο Φάρος-η νύχτα της φλεγόμενης κόλασης
Είμαι φαροφύλακας
Ζω στις εσχατιές αυτού του κόσμου
Ενός κόσμου που δεν θέλω να ξέρω όμως απ το βραχώδες θρόνο του παραθαλάσσιου βασιλείου μου έχω καθήκον να προστατεύω τα πλωτά μέσα του
Τις νύχτες κάθομαι μπροστά στο τζάμι
και κοιτάζω το άπειρο της σκοτεινής θάλασσας φροντίζοντας πάντα να κρατώ το φως ζωντανό
Εκείνο το βράδυ ήταν που βγήκαν στην στεριά μαυρομάλλες γυναίκες με αίματα στα χείλη τους συνοδευόμενες από μερικά φτωχόπαιδα
Νωρίτερα το καράβι τους , τις μάζεψε απ τα χωριά της Σικελίας μαζί με τους συζύγους τους για να τις μεταφέρει στην γη της Επαγγελίας
Αμέρικα φώναξε ένας απ τους συζύγους και το πλοίο σάλπαρε για μια ευτυχισμένη ζωή
Μέσα του στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον αγρότες που ποτέ τους δεν είχαν βγει απ το χωριό τους και γυναίκες....γυναίκες που η μοίρα τους ήταν να αντικαταστήσουν τον αφέντη πατέρα με τον σύζυγο βασιλιά
Όμως αφήνοντας τις ακτές του νησιού συνειδητοποιούσαν κοιτάζοντας τους άλλους συνταξιδιώτες τους πως υπήρχε ένας άλλος κόσμο που δεν τους τον είχαν περιγράψει ποτέ
Κύριοι καλοντυμένοι , πλέημποη γοητευτικοί, άνθρωποι με πολλά λεφτά στις καμπίνες και στο κατάστρωμα
αντρόγυνα αγροτών και μερικοί ασυνόδευτοι έφηβοι στα αμπάρια
Η Φραντζέσκα όταν αποκοιμήθηκε ο άντρας της έστρεψε το βλέμμα της στον έφηβο
Όμορφος , άγριος και μυστηριώδης
Τότε δεν γνώριζε πως ήταν ακόμη ένας αναρχικός φυγάς που σκότωσε τον επιστάτη του τοπικού φεουδάρχη και μπήκε λαθραία σ το πλοίο να γλιτώσει
Την Φραντζέσκα όμως κατάφερε να την ξεμοναχιάσει ένας πλέημποη μαζί με έναν καλοντυμένο κύριο
Αντιστάθηκε αλλά αυτοί της ξεσκίζαν τα ρούχα μέχρι που τα σώματα τους κοκάλωσαν για μια στιγμή πριν σωριαστούν μέσα στα αίματα κάτω
Από πίσω τους εμφανίστηκε η φιγούρα του Τζουζέπε. Ο έφηβος αναρχικός έκανε αυτό που έπρεπε
Σκότωσε ξανά την προσωποποίηση της καταπίεσης
Δεν μιλήσαν
Φιληθήκαν και τα γυμνά τους σώματα επιδόθηκαν σε έναν πρωτοφανή έρωτα δίπλα στα νεκρά σώματα των δυο μπουρρζουάδων
Τι απάνθρωπο;
Σεβασμός μηδέν στην ανθρώπινη ζωή αυτών που δικαιούνταν να μην σέβονται τις ζωές των φτωχών
Σύντομα όλες οι γυναίκες του πλοίου εκείνη την νύχτα κάναν έρωτα με αυτόν που θέλαν και όχι με αυτόν που έπρεπε
Αλλά πριν τελειώσει η νύχτα η καταπίεση ανακάλυψε τα πτώματα των μπουρζουάδων και οι σύζυγοι την απελευθέρωση των κυράδων τους
Στο καράβι ξέσπασε μάχη
Φυγάδες και κυράδες πολεμήσαν με όλους όσους θέλαν να τους κρατήσουν μέσα στην σκλαβιά
Καπετάνιος και πλήρωμα πήραν το μέρος των ισχυρών
Οι έφηβοι προκειμένου να μην χαθεί η μάχη βάλαν φωτιά στο καράβι και ρίξαν τις κυράδες στην θάλασσα
Μπουρζουάδες και φτωχοί ομοιδεάτες τους κάηκαν ζωντανοί
Αυτοί με τις κυράδες κολυμπήσαν , παλέψαν με τα κύματα
Το φως που διατηρούσα ζωντανό όλη την νύχτα ήταν ο οδηγός τους
Εκεί στα βράχια λεγαν μεταξύ τους θα ζήσουμε όπως θέλουμε...αυτό που θέλουμε
Όταν φτάσανε δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω απ το να τους βγάλω έξω, να τους πάρω μέσα στον φάρο και να φροντίσω να ζεσταθούν
Δεν ήταν ήρεμη νύχτα
Σύντομα ξέσπασε καταιγίδα και εκείνοι με εκείνες την κοιτούσαν απ το παράθυρο του φάρου μου αγκαλιά
Το πρωί κινήσαν να φύγουν
Ποτέ δεν έμαθα τι απέγιναν
Αλλά ξέρω πως γίναν αυτό που ήθελαν να γίνουν και όχι αυτό που έπρεπε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου