Κάποτε στα 80ς

 Καλοκαίρι κάποτε στα 80ς

Το καράβι   έπλεε αργά προς  το λιμάνι της Μήλου.

Η Ιφιγένεια  στο κατάστρωμα  απολάμβανε τον  ήλιο

Είχε  ξοδέψει δυο χειμώνες δουλεύοντας σκληρά ώστε να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα...να  πάει διακοπές σε κάποιο νησί του Αιγαίου...μόνη της

Η  φαντασίωση της ήταν πως θα  γνώριζε τον μεγάλο έρωτα ένα  τέτοιο καλοκαίρι και θα  δινόταν απόλυτα σε αυτόν

Άφηνε πίσω της λοιπόν   τον  παγωμένο χειμώνα   της  πόλης  της  στα βόρεια  της χώρας. Φόρεσε ότι πιο σέξυ    είχε και κατέβηκε  στο νότιο νησί

Αφού  βολεύτηκε  στο  δωμάτιο που νοίκιασε  βγήκε έξω να κάνει έναν περίπατο  στα  γραφικά σοκάκια  του νησιού

Μετά από καμιά ώρα πείνασε και κάθισε   σε κάποιο  ταβερνάκι να  φάει

Άλλωστε λεφτά είχε. Λεφτά που  τα μάζεψε   δουλεύοντας και κάνοντας οικονομίες όλο το χειμώνα

Στον δρόμο αλλά και στην ταβέρνα  διάφοροι νεαροί και μεσήλικες  την "καρφώναν" με το βλέμμα τους όμως κανείς τους δεν της έκανε  εντύπωση

"Βρε λες τζάμπα να ήρθα;  Δεν λέω  το μέρος είναι παραμυθένιο αλλά  δεν  υπάρχει αυτό που περίμενα να βρω" , σκέφτηκα

"Καλά μην βιάζεσαι Ιφιγένεια"  , είπε  στον εαυτό της "μόλις έφτασες. Δεν θα σαι περίμενε και στο λιμάνι το πριγκηπόπουλο"


Αφού τέλειωσε το μεσημεριανό της  κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της  για να   ξεκουραστεί λίγο το μεσημεράκι   απ το ταξίδι



Έκανε  ένα ντουζ και  ξάπλωσε ολόγυμνη στο κρεββάτι όπου σχεδόν αμέσως έκλεισε  τα μάτια  της



Ο Οδυσσέας έφτιαξε τα μακριά του  μαλλιά . Κοιτάχτηκε  στον καθρέφτη του ασανσέρ . Θαύμαζε το ξεκούμπωτο   ως  την κοιλιά  μπλέ  ηλεκτρίκ  πουκάμισο  του  και το μαύρο   υφασμάτινο  παντελόνι του.

Φόρεσε  τα   μαύρα  γυαλιά  ηλίου  και κατευθύνθηκε προς την καφετέρια του πολυτελούς ξενοδοχείου που βρισκόταν   γύρω απ την πισίνα

Εκεί η Νάντια   τον περίμενε

Μεσήλικη, αστή , κομψή και καλοδιατηρημένη   γυναίκα

-Πως έμπλεξα  μαζί σου παντρεμένη γυναίκα ; τον ρώτησε

Ο Οδυσσέας χαμογέλασε  και έσκυψε  χαρίζοντας της ένα φιλί στα χείλη

Μετά κάθισε   στην καρέκλα του

-Γιατί το λες αυτό  Νάντια μου; Τι παραπάνω έχει ο  γεροξούρας ο άντρας σου;

-Λεφτά, τρόπους, στυλ

-Δεν έχω   εγώ στύλ;  ρώτησε ο Οδυσσέας  κοιτάζοντας με νόημα το ντύσιμο του

-Με  ρούχα αγορασμένα  με δικά μου λεφτά

Ο Οδυσσέας ξεφύσηξε και άναψε τσιγάρο

-Τα  είπαμε αυτά αγάπη μου. Ας περάσει το καλοκαίρι να το  χαρούμε  και από χειμώνα κάτι  θα στήσω

-Και πέρσι το καλοκαίρι το ίδιο  είπες

-Ναι ο μαλάκας, παραδέχθηκε ο Οδυσσέας,  το πα και πέρσι. Φέτος όμως  υπόσχομαι θα δουλέψω   

-Να το  δω και να μην το πιστεύω

-Βρε συ Νάντια να σε  ρωτήσω κάτι;  Έχεις   κολλήσει με το θέμα της δουλειάς. Δηλαδή  σε ενοχλεί ας πούμε που είμαι άνεργος

-Άεργος

-Άεργος , άνεργος  τι  σημασία έχει. Άεργος  εντάξει. 

Αν ας πούμε έβρισκα  δουλειά στο γιαπί και μου  δίνανε μερικά ψίχουλα  θα σουν ευχαριστημένή;

Η Νάντια  τον κοίταξε αμήχανα

-Που το πας;

-Θέλω να σου πω πως είτε δουλεύω κάπου με μεροκάματο είτε όχι για σένα  θα είναι το ίδιο. Εργαζόμενος ή  άνεργος...συγνώμη άεργος   η πραγματικότητα είναι πως  πάλι εσύ  θα με   συντηρείς

-Σου είπα. θες να σε βοηθήσω να ανοίξεις μια δική σου δουλειά και δεν έκανες τίποτα

-Σου υπόσχομαι θα κάνω. Πάμε  για  καμιά  βουτιά  τώρα;  Τι  ήρθαμε εδώ; Ας  χαρούμε το καλοκαίρι


Μισή ώρα αργότερα    βρισκόταν σε μια  απόκρημνη  μυθική σχεδόν παραλία  οι δυο τους και βουτούσαν στο νερό

Η Νάντια  είχε ξεχάσει την προηγούμενη κουβέντα τους και τώρα  αφηνόνταν στην αγκαλιά  και τα  φιλιά  του

Μπορεί να ήταν τεμπέλης όμως  ένιωθε πως ήταν καλός  άνθρωπος

Την αγαπούσε πραγματικά  και δεν ήταν απλά ακόμη ένας  ζιγκολό απ αυτούς που τόσα χρόνια την πολιορκούσαν



 Βγήκαν απ το νερό και  κάθισαν  στην αμμουδιά κάτω από έναν  βράχο

Νύχτωνε 

Δεν ξεκολούσαν ο ένας  το σώμα του απ τον άλλον 

Ήταν έτοιμοι να ξεγυμνωθούν κάτω από   το  φεγγάρι όταν ακούστηκαν βήματα  στην παραλία

Γυρίσαν  το βλέμμα τους και  αντίκρισαν έναν   μαυροφορεμένο ασπρομάλλη  που συνοδευόταν από μερικούς "γορίλες"

Ο  άντρας της Νάντιας  ο βιομήχανος Νικολάου  χαμογέλασε  με πίκρα

Η Νάντια   ήγε κάτι να πει  όμως της έκανε νόημα με το δάχτυλο του  να μην μιλήσει

-Τα λόγια κάτι τέτοιες  στιγμές αγάπη μου είναι περιττά, είπε με ευγενικό και ήρεμο τρόπο ο  εργοστασιάρχης Νικολάου

Μετά  τράβηξε απ το ακριβό  ιταλικό σακάκι του  το πιστόλι του και σημάδεψε την γυναίκα

-Κύριε Νικολάου, παρενέβη ο  Οδυσσέας, αν κάποιος  φταίει  αυτός είμαι εγώ

Ο εργοστασιάρχης  συνέχιζε  αμίλητος και  χαμογελώντας να σημαδεύει την γυναίκα  του

Ο Οδυσσέας  κατέβαλε  κάθε προσπάθεια να τον μεταπείσει

-Είμαι  επαγγελματίας ζιγκολό- αυτό ήταν ψέμα-της έδωσα και ναρκωτικά -και  αυτό ήταν ψέμα- οπότε δεν ήταν δύσκολο να  πέσει στα δίχτυα μου

Το παραδέχομαι είμαι ένα ρεμάλι , όμως η Νάντια δεν φταίει σε  τίποτα

Αν πρέπει κάποιος να πληρώσει  αυτός είμαι εγώ

-Και ποιος σου είπε πως  δεν θα πληρώσεις και συ; τον ρώτησε  ο  Νικολάου πριν πατήσει την σκανδάλη  δυο φορές και  οι σφαίρες του πιστολιού  του βρουν την γοητευτική του γυναίκα  στην καρδιά

Ο Οδυσσέας έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Έσκυψε πάνω απ το σώμα της Νάντια 

Η ανάσα  του κόπηκε

Μπορεί σαν ρεμάλι και ροκάς να χε μπλέξει πολλές φορές σε φασαρίες σε  γήπεδα και σε μπαρ όμως ποτέ  δεν  είχε  δει φόνο μπροστά στα μάτια  του

Τώρα η Νάντια  , την οποία   πραγματικά αγαπούσε   κείτονταν στα χέρια του νεκρή

-Παιδί μου ,  είπε ατάραχος και με μελιστάλαχτο   ύφος  ο  Νικολάου, μόλις σκότωσες με τα  καμώματα σου  την Νάντια

Ο Οδυσσέας  τώρα συγκέντρωσε όσες  δυνάμεις  του έμεναν και  σηκώθηκε όρθιος. ΄έκανε να κινηθεί με τα χέρια του  εναντίων του εργοστασιάρχη όμως η ομάδα των  "γορίλων" μπήκαν ανάμεσα σε αυτόν και το αφεντικό τους και ξεκίνησαν να τον ξυλοκοπούν

Όση ώρα  έτρωγε  ξύλο ο  Νικολάου  έδινε το  πιστόλι του στον Σταύρο, τον πιστό του  υπηρέτη  ο οποίος το έπιασε  φορώντας  γάντια  και με ένα πανί το σκούπιζε  προσεκτικά απ τα δακτυλικά αποτυπώματα

Όταν οι μπράβοι ρίξαν αναίσθητο τον  Οδυσσέα   στην άμμο ο Σταύρος  τον  πλησίασε και ακούμπησε το πιστόλι στα  δάχτυλα  του πριν το πετάξει μερικά μέτρα  παραπέρα στην αμμουδιά

Μετά περπάτησε προς τον Νικολάου και του είπε

-Διαφωνώ  με την ιδέα να τον αφήσουμε   ζωντανό κύριε

-Θέλω να  μπει  φυλακή και να υποφέρει, απάντησε   συνεχίζοντας να ναι ατάραχος ο Νικολάου, μετά στράφηκε στον επικεφαλής των "γορίλων"  του και   ρώτησε, Μανώλη μπορείς να το διασφαλίσεις αυτό;

-Για φόνο  πάς ισόβια. Οι άνθρωποι μου μέσα θα τον κάνουν να υποφέρει  μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής  του

-Κάντε  τον  παράδειγμα, είπε ο Νικολάου και κίνησε προς το αμάξι του

Οι μπράβοι ντύσαν τον Οδυσσέα , τον έβαλαν στο δικό τους αμάξι και τον "πετάξαν" λίγ έξω απ το  χωριό  σε  κάτι χωράφια



Όλο το βράδυ  η Ιφιγένεια  ξεφάντωνε στην ντίσκο 

Χόρευέ,  φλέρταρε , την φλερτάραν

Φιλιόταν με διάφορους

Και έπινε 

Πολύ αλκοόλ

Όμως κάτι  της έλεγε πως  είχε βρει ακόμη αυτό που έψαχνε

Ξημέρωνε όταν κίνησε για το σπίτι της μόνη

Μπήκε στο δωμάτιο της, ξεντύθηκε και έπεσε ολόγυμνη στο κρεββάτι


Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας συνερχόταν

Μετά βίας  κατάφερνε  να σταθεί στα πόδια  του και  βάδιζε προς το χωριό μέσα στα αίματα

Μπαίνοντας στο  χωριό κατευθύνθηκε στο πρώτο σπίτι του  χωριού

Μπήκε στην αυλή του και  πλησίασε την  βρύση

Προσπάθησε να πλύνει τα αίματα   με το νερό

Η  Ιφιγένεια άκουσε την  φασαρία και πλησίασε  το παράθυρο  να δει τι συμβαίνει

Αντίκρισε αυτόν τον άγνωστο άντρα  μέσα στα αίματα

Ο Οδυσσέας  γύρισε και την κοίταξε

Της χαμογέλασε και  ψιθύρισε

-Καύσων και σήμερα

Η  Ιφιγένεια  αρχικά  δεν κατάλαβε. Μερικά δευτερόλεπτα   αργότερα κατάλαβε πως   στεκόταν απέναντι του ολόγυμνη

Έτρεξε μέσα στο δωμάτιο και  φόρεσε μια  κοντή πετσέτα μπάνιου  γύρω απ το σώμα της

Μετά  βγήκε έξω απ την πόρτα αλλά δεν πλησίασε τον Οδυσσέα

-Είστε καλά;

-Το προσπαθώ  φιλενάδα, απάντησε ο Οδυσσέας που  ακόμη έριχνε  νερό στο πρόσωπο  του

-Είχατε κάποιο ατύχημα;  Να φωνάξω  το   ασθενοφόρο;

-Όχι   ευχαριστώ καλά είμαι

-Που μένετε;

Στο ξενοδοχείο έμενε  αλλά το δωμάτιο  το χαν κλείσει στο όνομα της Νάντιας κάτι  που σήμαινε πως δεν μπορούσε να πάει εκεί

-Που μένω;  Σκατά

Σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε προς το μέρος της  Ιφιγένειας

Η κοπέλα  τρόμαξε  και πισοπάτησε

-Φύγετε  , θα ουρλιάξω

-Με το δίκιο σου . όμως δες  δεν θέλω να σου κάνω κακό.

Θέλω να μείνω λίγο μέσα στο δωμάτιο

Σε παρακαλώ

-Δεν γίνονται αυτά τα πράματα

-Και που να πάω;

-Ξέρω γω που να πάτε;

Ο Οδυσσέας  θυμήθηκε πως στην πίσω τσέπη του παντελονιού του κουβαλούσε πάντα έναν σουγιά

Τον έβγαλε και τον άνοιξε όσο πλησίαζε την κοπέλα

Το αίμα της  Ιφιγένειας πάγωσε

Είχε  έρθει στην Μήλο  για να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της και θα κατέληγε  βιασμένη και νεκρή;

-Μην φοβάσαι. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται

-Αν δεν φύγετε  θα φωνάξω

Ο Οδυσσέας  την πλησιάσε σε  απόσταση αναπνοής

Άρπαξε το χέρι της και  έβαλε  στην χούφτα της  την λαβή του σουγιά του

-Λένε οι γυναίκες  έχετε  μια  διαίσθηση που εμείς  οι άντρες   δεν κατέχουμε

Κοίτα με στα μάτια  και  θα δεις αν σου λέω  ψέματα

Αυτή την στιγμή  χρειάζομαι ένα μέρος  να καταρρεύσω

Δεν είχα και την καλύτερη μέρα   της ζωής μου χτες

Αν πιστεύεις πως λέω  ψέματα  κάρφωσε μου τον  σουγιά στην  κοιλιά. Πίστεψε κανείς   δεν θα σε κατηγορήσει  για τίποτα αν με σκοτώσεις

-Γιατί δεν θα με κατηγορήσουν;  Είσαι κακοποιός;

-Όχι αλλά κάποιοι προσπάθησαν να με κάνουν χτες, είπε ο Οδυσσέας και λιποθύμησε 


όταν ξύπνησε είχε ξαναβραδιάσει

κοίταξε την Ιφιγένεια να πίνει καφέ κοιτώντας   έξω απ το παράθυρο του  δωματίου  της

έκανε να σηκωθεί όμως σύντομα διαπίστωσε πως τα χέρια του ήταν δεμένα στο κρεββάτι


Η Ιφιγένεια τον άκουσε και περπάτησε προς το μέρος του

-Εξαιτίας σου έχασα μια μέρα απ τις διακοπές ου

Όλη μέρα δεν βγήκα  έξω

-Δεν δούλευα σαν το σκυλί  δυο χρόνια για να έρθω στην Μήλο και να κάθομαι κλεισμένη  σε ένα δωμάτιο

-Έχεις δίκιο. Αν με λύσεις θα σηκωθώ να φύγω

-Πρώτα θα μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;

-Αν κάνεις μια βόλτα στο νησί  θα μάθεις . Πιστεύω θα χουν κυκλοφορήσει ως τώρα  τα νέα

-Ακούγονταν  όλη την μέρα σειρήνες περιπολικών και ασθενοφόρων. ΄΄Έχεις κάποια σχέση με αυτό;

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του

-Περιμένω να μου πεις

-Θα σου πω αλλά δεν θα με πιστέψεις, της είπε  και  έριξε το σώμα του πάλι ανάσκελα στο κρεββάτι, θεέ μου  .  θα σου πω και αν θες μετά πάνε κατέδωσε με . Δεν θα σε παρεξηγήσω


Της διηγήθηκε όλο το βράδυ την ιστορία απ την αρχή

Πως πριν  μερικούς χειμώνες  διασκέδαζε  και μπεκροπινε σε ένα  ροκόμπαρο στην πόλη  του

Πως το αυτοκίνητο της Νάντια  έπαθε λάστιχο μέσα στην βροχή και η   γυναίκα  έτρεξε μέσα  στο μπαρ να προστατευθεί απ την καταιγίδα όσο περίμενε την οδική βοήθεια 

Πως την  κέρασε ένα ποτό

Πως η Νάντια  του  ανταπέδωσε το κέρασμα

Πως κάνανε  έρωτα μέσα στις τουαλέτες

-Ως το πρωί είχαμε  γίνει ζευγάρι

Ακόμη  δεν ήξερα ποια ήταν

Την ερωτεύθηκα πραγματικά

-Και  αυτός που λες. Ο άντρας της  την σκότωσε;

-Ναι

-Αφού την έχασε της στέρησε την ζωή

-Εμένα όμως με άφησε να ζήσω. Αυτό με προβληματίζει

-Πάω μια βόλτα στην χώρα μπάς και μάθω τίποτα

-Και μένα; θα με αφήσεις εδώ δεμένο;

Η Ιφιγένεια  χαμογέλασε πονηρά

-Ναι, ακόμη δεν σε εμπιστεύομαι


Βγήκε έξω και  κατευθύνθηκε προς το κέντρο του χωριού

Κάθισε  σε μια καφετέρια  και  παρήγγειλε ακόμη έναν  φραπέ

Όσο καθόταν άκουγε  τα πηγαδάκια απ τα γύρω τραπέζια

Κατά  τα μεσάνυχτα γύρισε  σπίτι

-Τι έγινε;

-Το όπλο που  σκότωσε την  γυναίκα αυτή έχει τα αποτυπώματα  σου. Η αστυνομία έχει κολλήσει μια  φωτογραφία σου σε κάθε   κολόνα του νησιού και σε  ψάχνουν

-Αδύνατον. Δεν το άγγιξα καν

-Είπες σε  δείρανε και σ αφήσανε αναίσθητο;

-Ναι

-Δεν θα ήταν λοιπόν δύσκολο όσο εσύ  δεν είχες τις αισθήσεις σου  να   βάλουν τα  δάχτυλα σου να ακουμπήσουν  την σκανδάλη  του όπλου

-Γιατί να με παγιδέψει όμως έτσι;

-Για εκδίκηση

Θα σε στείλει  για όλη σου την ζωή  φυλακή για κάτι που δεν έκανες

Όταν βγεις θα σαι ένας κατεστραμμένος κλεισμένος στον εαυτό του άνθρωπος

Βασανισμένος και εγκλωβισμένος  στους δαίμονες σου

-Ναι ε; Και συ μικρό σκατό ακόμη δεν βγήκες απ το αυγό σου πως τα ξέρεις όλα αυτά;

-Γιατί  στην  γειτονιά που μεγάλωσα  είχαμε   τέτοιους ανθρώπους

-Με πιστεύεις δηλαδή;

Η Ιφιγένεια κούνησε το κεφάλι

-Δες  εγώ ήρθα  για διακοπές εδώ

Δεν μπορώ να περάσω όλο αυτό που περνάς και να ε βοηθήσω παραπάνω

Θα σε λύσω,  θα σου δώσω και το μαχαίρι  σου  αν μου υποσχεθείς πως θα φύγεις

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του

-Ωραία, είπε η κοπέλα και κίνησε να τον λύσει

-Μια στιγμή, της είπε, ξέρω πως είναι πολυ λογικό να με φοβάσαι. Ένας αιμόφυρτος άγνωστος είμαι  για  σένα που εμφανίστηκε στην αυλή σου ξαφνικά

Αν με λύσεις έδωσα τον λόγο μου να φύγω   για να μηνσου δημιουργώ και ΄σενα  παραπάνω  βάρος

όμως μην με λύνεις ακόμη

Θέλω  να  μείνω ως  το χάραμα και  λίγο πριν  βγει ο ήλιος να βγω έξω

Εκείνη την ώρα όλοι ή κοιμούνται ή είναι  σκνίπα απ το μεθύσι

Θα μου είναι πιο εύκολο να ξεγλιστρήσω



























Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Transwar 1

Διαπολιτισμικό κέντρο φτωχών

Dirty dreams