Διαπολιτισμικό κέντρο φτωχών
Ο Οδυσσέας είχε πολύ περιορισμένο χρόνο πριν πάει στην δουλειά
Αναρχοκάγκουρας ήταν κοντά στα 40 του
Δούλευε όλη μέρα για να τα φέρει βόλτα και δεν τα έφερνε βόλτα
Κατέβηκε σήμερα κάτω να πάρει το παπάκι του να πεταχτεί να αγοράσει ένα καφέ , να γυρίσει σπίτι, να αράξει μισή ώρα στον υπολογιστή να ακούσει λίγο μουσική να ηρεμήσει πριν φύγει για δουλειά
Πριν βάλει μπροστά την μηχανή χτύπησε το κινητό
Ήταν η μάνα του
"Οδυσσέα πάρε κριθαράκι να βάλω στο φαϊ"
"Αν βρω ανοιχτό μαγαζί. Κυριακή είναι"
"Θα βρεις"
"Καλά"
"Ακόμη με την αφρικάνα είσαι;" - Είχε δεσμό με την Σαμπρίνα , μια κοπέλα μετανάστρια απ την Αφρική
"Γιατί δεν σου κάνει για νύφη;"
"Βρε μια ερώτηση έκανα. Να την πεις να έρθει να φάμε όλοι μαζι"
"Πως θα έρθει ρε μάνα, σε μισή ώρα πάω δουλειά"
"Καλά μην πάρεις κριθαράκι πάρε πατάτες"
"Καλά . Κλείνω. Άσε με να πάω να προλάβω"
Έκλεισε το κινητό
Βλαστήμησε
"Γαμώ το μπελά μου, μισή ώρα ηρεμία δεν μ αφήνουν να έχω"
Το κινητό ξαναχτύπησε
"Οδυσσέα, κριθαράκι πάρε καλύτερα. Κάνεις και δίαιτα. Οι πατάτες έλεγες με το κρέας παχαίνουν"
"Καλά. Άσε με να φύγω λέμε"
"Γιατί φωνάζεις σαν Τούρκος; Ανεπ΄ροκοπε"
Έκλεισε το κινητό.
Αυτό ξαναχτύπησε
"Έλα Οδυσσέα , πάρε ένα υγρό για πλύσιμο για μαύρα ρούχα και καλύτερα πατάτες να βάλω και λεμόνι πιο νόστιμα γίνονται"
"Υγρό ξέχνα το. Θα μαι τυχερός αν Κυριακάτικα βρω πατάτες"
"Επειδηξ κάθόσουν χτες Σάββατο στο κομπιούτερ και δεν πήγες να κάνεις ψώνια. Για αυτό τα τραβάς όλα αυτά σήμερα. Άδειο είναι το σπίτι; τι θα κάνω;"
"Δούλευα όλη μέρα χτες αν θυμάσαι και δεν βρήκα χρόνο να πάω για ψώνια
'Αντε κλείσε γαμώ το ...|
Έκλεισε
Βρήκε ένα παντοπωλείο παλαιού τύπου στην γειτονιά ανοικτό
Αγόρασε μερικές πατάτες
Τις έβαλε στην μπαγκαζιέρα απ το παπί και κατευθύνθηκε προς το coffee shop να πάρει λίγο καφέ
Βγαίνοντας απ το coffee shop πέτυχε έναν γεροντάκο να ανοίγει την μπαγκαζιέρα, να κοιτάει τις πατάτες και διστακτικά να απλώνει το χέρι και να αγγίζει την σακούλα
Τον πλησιάσε κρατώντας στο χέρι το φρέντο εσπρέσσο
Σήκωσε τα γυαλιά του στο μέτωπο συγκρατώντας τα μαύρα μαλλιά του
και φώναξε στον γεροντάκο
-Τι γίνεται ρε μπάρμπα; όλα καλά;
Ο γέρος γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Το σώμα του κοκάλωσε με το χέρι του να αγγίζει την σακούλα μέσα στην μπαγκαζιέρα
Μερικές στιγμές αργότερα με σλάβικη προσφορά είπε στα ελληνικά δείχνοντας με το βλέμμα του την σακούλα
-Έλεγχα την σακούλα αν ήταν καλά δεμένη
-Γιατί; Φοβόσουν μην βγάλουν πόδια οι πατάτες και την κοπανήσουν;
-Όταν ένα όχημα είναι εν κινήση, το φορτίο εντός του αν δεν είναι σταθερό ταλαντίζεται και μεταφέρει συνεχώς το κέντορ βάρος του οχήματος απ το να σημείο στο άλλο ανεξέλεγκτα
-Ναι, αυτό μου συμβαίνει όλη την ώρα που μεταφέρω φαγητά .Ε και;
-Αυτή η συνεχής ανεξέλεγκτη μη γραμμική μεταφορά βάρους οδηγησει σε μια ανισορροπία της πορείας του οχήματος η οποία με την σειρά της μπορεί να προκαλέσει ατύχημα
-Και νοιάστηκες για την ασφάλεια της μηχανής μου ε;
Ο γέρος κοίταξε μια το εσωτερικό της μπαγκαζιέρας και μια τον Οδυσσέα
-Τα οχήματα τα οδηγούν άνθρωποι
-Και τα εσωτερικά απ τις μπαγκαζιέρες άνθρωποι τα κλέβουν
Έλα πες λιγουρεύτηκες τις πατάτες;
-Οι πατάτες είναι δικές σου. Στην Μόσχα ήμουν φυσικός . Καταλαβαίνεις πως μου χει γίνει δεύτερη φύση η επιστήμη μου και η ανθρωποκεντρική εφαρμογή αυτής
-Ως πότε ήσουν στην Μόσχα;
-Ως το 1990
-Και μετά ; Τι έγινε;
-Μετά έπεσε το καθεστώς, μέχρι να αποφασίσουν πως θα το οργανώσουν και πως θα το μας κλέβουν χωρίς να πεινάμε...πεινούσαμε
-Και ήρθες Ελλάδα;
-Είχε ρίζες από εδώ η γυναίκα μου
-Θεσσαλονίκη;
-Κιλκίς
-Και τι έγινε;
-Έγινε πως αλλιώς τα μαθαίναμε στο σχολείο για την Ελλάδα, την φιλοσοφία, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα , την ηρωική αντίσταση των ελλήνων στους ναζί, στην χούντα και...τα βρήκαμε διαφορετικά ομολογώ τα πράματα
-Λίγο πιο σκυλάδικα απ το κανονικό ε;
-Δεν βαριέσαι. Και κει πεινούσαμε και δω πεινάσαμε
Να μην σε καθυστερώ , ας πηγαίνω
-Ώπα που θα πας; Κανονικά πρέπει να πάρω την αστυνομία τηλέφωνο και να αναφέρω πως πήγες να μου κλέψεις τις πατάτες
-Δεν ντρέπεσαι, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή και ο Οδυσσέας γύρισε και είδε από πίσω του την Σαμπρίνα να πλησιάζει, θα πάρεις τους μπάτσους τηλέφωνου να καταδώσεις τον γεροντάκο;
-Μα πήγε να μου κλέψει τις πατάτες
-Για ένα κιλό πατάτες θα γίνεις ρουφιάνος;
-Όχι ένα , δύο είναι
Και εξάλλου αν μας έκλεβε τις πατάτες θα γκρίνιαζες μετά γιατί θα μενες νηστική
-Με δουλεύεις;
Ο Οδυσσέας συγκρατιόνταν να μην σκάσει στα γέλια και να παραμείνει σοβαρός
-Καθόλου. Είμαι έλλην πολίτης και έχω υποχρέωση να αναφέρω το γεγονός στην αστυνομία και αυτή να βεβαιώσει παράβαση και τιμωρήσει αναλόγως τον φερέλπι λωποδύτη
Η Σαμπρίνα σάστισε. Με το χέρι της του δειξε τον γεροντάκο
-Παλάβωσες; Δες τον άνθρωπο ρε. Αυτό το γεροντάκι λες λωποδύτη; Αυτός είναι στην ηλικία του μπαμπά σου
Ο γεροντάκος παρενέβη
-Με συγχωρείται για την παρέμβαση μου και σας ευχαριστώ πολύ δεσποινίς που με υπερασπίζεστε αλλά δεν θέλω να υποκρίνομαι. Η αλήθεια είναι πως πήγα να κλέψω την σακούλα
-Γιατί ρε μπαρμπά Ιβάν πήγες να την κλέψεις; ρώτησε ο Οδυσσέας
Ο γέρος κοίταξε στο άπειρο
-Γιατί έχουμε 2 μέρες να φάμε
-Ποιοι; ρώτησε η Σαμπρίνα
-Εγώ και η γυναίκα μου στο σπίτι
Ο Οδυσσέας πήρε τον λόγο ξανά και κοίταξε τον γεροντάκο
-Η Σαμπρίνα στην Σενεγάλη κάναν και 10 μέρες να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους αλλά δεν γίνανε κλέφτες
Θα μου πεις και να θέλαν να κλέψουν άτι δεν υπήρχε τίποτα εκεί
-Είσαι μαλάκας , το ξέρεις; απάντησε νευριασμένη η Σαμπρίνα
-Σας παρακαλώ, παρενέβη ξανά ο γεροντάκος, δεν θέλω να γίνω η αφορμή να μαλώσετε μεταξύ σας. Έφταιξα και δεν θα αντιμετωπίσω με φόβο τις συνέπειες
-Ναι ε; Δεν φοβάσαι τις συνέπειες μάγκα μπάρμπα; ρώτησε ειρωνικά ο Οδυσσέας
και ανέβηκε στο παπάκι του
έβαλε μπροστά και μετά κοίταξε την Σαμπρίνα και τον μετανάστη
-Άντε ανεβείτε. Θα αργήσω
-Τι εννοείς; ρώτησε η Σαμπρίνα
-Ανεβείτε ρε να πάμε σπίτι να φάμε
-Δεν θα ήθελα να αποτελέσω βάρος..., πήγε να πει ο γεροντάκος
-Ναι καλά. Θα μας έκλεβες το φαί πριν λίγο και τώρα φοβάσαι μην γίνεις βάρος ; Ανέβα ρε γέρο. Πρέπει να πάνω και στην δουλειά και αν αργήσω με βλέπω από αύριο στην ανεργία να κλέβουμε μαζί άλλους
Η Σαμπρίνα βοήθησε τον γεροντάκο να ανέβει στο παπάκι και μετά έκατσε από πίσω του
Ο Οδυσσέας ξεκίνησε κρατώντας με το ένα χέρι το τιμόνο και με το άλλο τον φρέντο του απ το καλαμάκι του οποίου έπινε μερικές γουλιές
-Δεν είναι επικίνδυνο να οδηγάς με το ένα χέρι;ρώτησε ο γεροντάκος
-Δεν με λεν τυχαία Κοζάκο των μοτοσυκλετών μπάρμπα
-Ναι αλλά δεν είναι παράνομο να είμαστε τρία άτομα πάνω στο δίτροχο;
-Ποιος του γαμεί και τους μπάτσους
Φτάσαν σπίτι . Ο Οδυσσέας πάρκαρε
Κατεβήκαν και ο γεροντάκος κοντοστάθηκε και δεν μπήκε στην πυλωτή
-Τι συμβαίνει κύριε Ιβάν ; ρώτησε η Σαμπρίνα
-Πιοτρ με λένε, απάντησε ο γεροντάκος
-Ελάτε κύριε Πιότρ, είπε η Σαμπρίνα, μην φοβάστε . Θα πάμε να φάμε
-Άφησα πολλές ώρες την γυναίκα μου σπίτι. Πρέπει να επιστρέψω
-Ωχ σωστά, αναφώνησε ο Οδυσσέας, αυτή την ξεχάσαμε
-Ε ξες τι πρέπει να κάνεις , του πε η Σαμπρίνα χαρίζοντας του ένα χαμόγελο
που τον ...γκαύλωσε
Πάντα το κανε αυτό και αυτά τα μάτια , το χαμόγελο και το κατσαρό μαλλί τς τον είχαν κάνει να την ερωτευτεί τρελά
-Πάει η δουλειά, με απολύσανε, μουρμούριζε καθώς ξανανέβαινε στην μηχανή
-Έλα μην κάνεις έτσι. Εξάλλου δεν σε πληρώνουν καλά. Δεν χάσαμε και κανένα κελεπούρι, του πε η Σαμπρίνα
-Πες ρε γέρο που μένετε να πάω να φέρω την κυρά σου
-Θα ανεβάσεις ηλικιωμένη γυναίκα στο μηχανάκι; ρώτησε ο Πιοτρ με το πάντα ευγενικό του ΄υφος
-Μην φοβάσαι το χω. Θα της αρέσει
Λίγα λεπτά αργότερα οδηγούσε προς το σπίτι του Πιοτρ
Χτύπησε το κινητό του.
Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η μάνα του που καθόταν τώρα με τον απτέρα του, την Σαμπρίνα και τον Πιοτρ στο τραπέζι του σαλονιού
-Είσαι τόσο βλάκας; του είπε, ξέχασες να φέρεις την γυναίκα του ανθρώπου;
-Εκεί πάω ρε μάνα, μην με γαμάς . Ούτε τον καφέ μου δεν ήπια ακόμη
-
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου