Αναρτήσεις

Μπεγλεράκιας 2-Η εκτέλεση

Εικόνα
  Καθόταν στη νπλαστική καρεκλίτσα  του  Κοιτούσε  όπως πάντα το άπειρο και  ενώ τα χέρια του παίζαν το μπεγλέρι του  ένα  χαμόγελο παρέμενε  ζωγραφιστό στο πρόσωπο του Ο  Νάσος τον πλησίασε κρατώντας  ένα  i phone στα χέρια -Τι τρέχει ρε Νάσο; -Δουλειές  όπως πάντα αφεντικό -Και τι δουλειές μου φέρνεις πάλι; Ο  χοντρούλης  του έδειξε την οθόνη του κινητού -Ήρθε νέο  εμπόρευμα έξω και πρέπει να  επιλέξεις ποια  θα πάει που; Ο Μπεγλεράκιας κοίταξε την οθόνη -Κοπέλες; -Για τα  τα μπουρδέλα  που  ελέγχεις -Για τ μπουρδέλα που ελέγχω. Βρέθηκα  ξαφνικά και με μπουρδέλα  ε; Για να δούμε; Τ α χέρια του παίξανε  λίγο  την οθόνη κοιτώντας φωτογραφίες -Αυτήν στείλτην -Μας κόστισε αυτή να την αγοράσουμε -Ναι αλλά είναι κοκαλιάρα. Δες τι σαγόνι έχει. Μυτερό. Μου την σπάει -Μα οι πελάτες τέτοιες  θέλουν αφεντικό -Στείλτο το μπάζο -Μα  αφεντικό... -Νάσο;  Μίλησα . Μια φορά  θα  τα λέω  αν είναι  να  ανοίγουμε  κουβέντα παρατάω τις δουλειές και ας αναλάβει όποιος θέλει -Καλά.  Ο Μπεγλεράκιας έπαιξε 

Μπεγλεράκιας

Εικόνα
 Μπεγλεράκια  τον  ξέραν όλοι  Έτσι τον φωνάζαν Όποιος τον ήξερε, από τότε που τον ήξερε  δεν τον είχε δει ποτέ να μην κάθεται αναπαυτικά σε μια καρέκλα και να παίζει  χαμογελώντας το  μπεγλέρι του Στην φυλακή από τότε που  μπήκε μέχρι την μέρα που  άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως καθόταν  σε μια πλαστική καρέκλα , κοιτούσε χαμογελώντας  στο "πουθενά" και  τα χέρια  του έπαιζαν το μπεγλέρι Ούτε νοιαζόταν για  τα  "ποιος" "που"  πότε" , ούτε για   τίποτα Ώσπου  έφυτασε η μέρα που ξέσπασε η κόλαση Κανείς δεν κατάλαβε πως ξεκίνησαν όλα Οι  συμμορίες άρχισαν να χτυπιούνται  μεταξύ τους Μαχαιρώματα, ανοιγμένα κεφάλια,  λιντσαρίσματα και αυτός εκεί. Ο Μπεγλεράκιας με το όνομα Όλοι σκοτώνονταν με όλους και  εκείνος καθόταν στην  πλαστική καρεκλίτσα του, κοιτούσε  στο άπειρο, στο χάος , χαμογελώντας και έπαιζε το μπεγλέρι του  την ώρα που όσοι δεν συμμετείχαν στο μακελειό κοιτούσαν να κρυφτούν όπου βρουν  μην τους πάρει καμιά  ξέμπαρκη Όταν μπούκαραν τα  εκαμ μ

Κάποτε στα 80ς

 Καλοκαίρι κάποτε στα 80ς Το καράβι   έπλεε αργά προς  το λιμάνι της Μήλου. Η Ιφιγένεια  στο κατάστρωμα  απολάμβανε τον  ήλιο Είχε  ξοδέψει δυο χειμώνες δουλεύοντας σκληρά ώστε να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα...να  πάει διακοπές σε κάποιο νησί του Αιγαίου...μόνη της Η  φαντασίωση της ήταν πως θα  γνώριζε τον μεγάλο έρωτα ένα  τέτοιο καλοκαίρι και θα  δινόταν απόλυτα σε αυτόν Άφηνε πίσω της λοιπόν   τον  παγωμένο χειμώνα   της  πόλης  της  στα βόρεια  της χώρας. Φόρεσε ότι πιο σέξυ    είχε και κατέβηκε  στο νότιο νησί Αφού  βολεύτηκε  στο  δωμάτιο που νοίκιασε  βγήκε έξω να κάνει έναν περίπατο  στα  γραφικά σοκάκια  του νησιού Μετά από καμιά ώρα πείνασε και κάθισε   σε κάποιο  ταβερνάκι να  φάει Άλλωστε λεφτά είχε. Λεφτά που  τα μάζεψε   δουλεύοντας και κάνοντας οικονομίες όλο το χειμώνα Στον δρόμο αλλά και στην ταβέρνα  διάφοροι νεαροί και μεσήλικες  την "καρφώναν" με το βλέμμα τους όμως κανείς τους δεν της έκανε  εντύπωση "Βρε λες τζάμπα να ήρθα;  Δεν λέω  το μέρο

Ιουλία 1940

Εικόνα
  1 Ο νεαρός  αξιωματικός των  υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού ένιωσε να ιδρώνει  βλέποντας την Ιουλία να πετάει  αργά , βασανιστικά λικνίζοντας το σωμα της επί σκηνής  τα ρούχα της Το κοινό , όπως κάθε βράδυ  "πάγωνε" την ώρα που έβγαινε στην σκηνή  για να  δώσει την παράσταση της η νεαρή καλλίγραμμη κοπέλα Ο  Δημήτρης Απέργης όποτε  έβρισκε   χρόνο απ την υπηρεσία του  επισκεπτόταν  το Μουλέν Ρούζ για να παρακολουθήσει την  νεαρή προσφυγοπούλα  που  ξεκινούσε να κάνει όνομα στον χώρο της νύχτας Κοιτώνας  την ένιωθε να μηδενίζουν όλα τα προβλήματα , οι σκοτούρες και οι εφιάλτες μέσα στο κεφάλι του Γόνος  οικογένειας  στρατιωτικών  ο πατέρας του τον πίεσε  πολύ  βλέποντας την μαλθακή του  φύση να  ακολουθήσει την παράδοση της φαμίλιας Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου   τον  ανέδειξε  γρήγορα όμως οι ανωτέροι του  διαπίστωσαν  εύκολα πως  ο Γιώργος δεν έκανε για πόλεμο Στα πεδία των μαχών δεν θα μπορούσε να εμφυσήσει το θάρρος στους στρατιώτες του - μιας και δεν το διέθετε ούτε

Ο Φάρος-η νύχτα της φλεγόμενης κόλασης

Εικόνα
  Είμαι φαροφύλακας Ζω στις εσχατιές αυτού του κόσμου Ενός κόσμου που δεν θέλω να ξέρω όμως απ το   βραχώδες  θρόνο του  παραθαλάσσιου βασιλείου μου έχω καθήκον να προστατεύω τα πλωτά μέσα  του Τις  νύχτες κάθομαι μπροστά στο τζάμι  και  κοιτάζω το άπειρο  της σκοτεινής θάλασσας  φροντίζοντας πάντα να κρατώ το φως ζωντανό Εκείνο το βράδυ ήταν  που βγήκαν  στην στεριά μαυρομάλλες   γυναίκες με  αίματα  στα χείλη τους συνοδευόμενες από  μερικά  φτωχόπαιδα Νωρίτερα το καράβι  τους  , τις  μάζεψε απ  τα χωριά της Σικελίας μαζί με τους  συζύγους τους  για να  τις  μεταφέρει στην γη της Επαγγελίας Αμέρικα   φώναξε ένας απ τους  συζύγους και  το πλοίο σάλπαρε  για  μια ευτυχισμένη ζωή Μέσα  του  στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον αγρότες που ποτέ τους δεν είχαν βγει απ το χωριό  τους και  γυναίκες....γυναίκες  που  η μοίρα τους ήταν να αντικαταστήσουν τον αφέντη πατέρα με τον  σύζυγο  βασιλιά Όμως αφήνοντας τις ακτές του νησιού συνειδητοποιούσαν κοιτάζοντας τους άλλους συνταξιδιώτες τους πως

Σουηδία 357-Μια ραπ ιστορία

Εικόνα
  Ο ένας κουβαλούσε τον άλλον  έξω απ τα τείχη της  φυλακής που   ονομαζόταν "Σουηδία 357" Το σκοτάδι της νύχτας  α στην πεδιάδα  έσπαγαν τα  μπλέ  φώτα απ τα ελικόπτερα και τις σειρήνες Την  ήξερε πριν  γίνει η Μακεδονία  φυλακή Την γνώρισε  μέσα  στην φυλακή Τον ήξερε  σε μια άλλη  ζώη - τότε που τα  σίδερα  που σε κρατούσαν εγκλωβισμένο ήταν αόρατα Τον γνώρισε  όταν ο εγκλεισμός έγινε μαζικός και  εμφανής Τώρα  τρέχανε πίσω από  γκρεμισμένους τοίχους μέσα στην άδεια  πεδιάδα Με  τους διώκτες τους    να  ξεχύνονται από πίσω τους  έτοιμοι να τους κατασπαράξουν Τι ελπίδες είχαν να  αποδράσουν απ την  |"Σουηδία 357"; Να πάνε  που; Αφού όλες οι πόλεις είχαν μετατραπεί σε  μοντέρνες  φυλακές και οι δυνάστες τους πλέον πάνοπλοι ελέγχαν τα πάντα Και  τώρα τρέχαν τραυματισμένοι  μέσα  στην πεδιάδα- στο ανοικτό  πεδίο κουβαλώντας αυτός αυτή και αυτή  αυτόν και  τα μπλε  φώτα της καταστολής  να  τους καταδιώκουν Λαβωμένοι , αιμοραγούντες , κυκλωμένοι  και καταδικασμένο όμως

Διαπολιτισμικό κέντρο φτωχών

Εικόνα
  Ο Οδυσσέας  είχε   πολύ περιορισμένο χρόνο πριν πάει στην δουλειά Αναρχοκάγκουρας ήταν κοντά  στα 40 του Δούλευε όλη μέρα  για να τα φέρει  βόλτα  και δεν τα έφερνε  βόλτα Κατέβηκε σήμερα κάτω να πάρει το παπάκι του να πεταχτεί να αγοράσει  ένα καφέ , να  γυρίσει σπίτι, να αράξει μισή ώρα στον υπολογιστή να ακούσει λίγο μουσική  να  ηρεμήσει πριν φύγει για  δουλειά Πριν  βάλει  μπροστά την μηχανή  χτύπησε το κινητό Ήταν η μάνα  του "Οδυσσέα  πάρε  κριθαράκι να βάλω στο φαϊ" "Αν  βρω ανοιχτό μαγαζί. Κυριακή είναι" "Θα βρεις" "Καλά" "Ακόμη με την  αφρικάνα είσαι;" - Είχε δεσμό με την  Σαμπρίνα , μια κοπέλα μετανάστρια απ την Αφρική "Γιατί δεν σου κάνει για νύφη;" "Βρε μια ερώτηση έκανα.  Να  την πεις να έρθει να φάμε  όλοι μαζι" "Πως θα  έρθει ρε  μάνα, σε μισή ώρα  πάω δουλειά" "Καλά  μην πάρεις  κριθαράκι πάρε πατάτες" "Καλά . Κλείνω. Άσε με να πάω να προλάβω" Έκλεισε το κινητό Βλαστήμ